- μεγαλέμπορος
- μεγᾰλ-έμπορος, ὁ,A wholesale merchant, Sch.Ar.Av.823.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλέμπορος — wholesale merchant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλέμπορος — και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος) αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια. επίρρ... μεγαλεμπόρως (Μ) κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων … Dictionary of Greek
μεγαλέμπορος — ο ο έμπορος που αγοράζει για το μαγαζί του μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, αυτός που πουλάει κυρίως χοντρικά, ο χοντρέμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χατζηδημήτρης — Μεγαλέμπορος από την Ύδρα. Ενίσχυσε τον Αγώνα του 1821, προσφέροντας μεγάλα χρηματικά ποσά καθώς και ένα πλοίο του που χρησιμοποιήθηκε ως πυρπολικό … Dictionary of Greek
μεγαλεμπόρως — μεγαλέμπορος wholesale merchant masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
καραμπίνας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν πλούσιος μεγαλέμπορος, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι. Εκεί συνεργάστηκε με τον ηγεμόνα Καρατζά για την ίδρυση σχολείων. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, εργάστηκε… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
Καστοριανός ή Καστοριεύς, Μανωλάκης — (17ος αι.). Μεγαλέμπορος γουναρικών και εθνικός ευεργέτης, από την Καστοριά. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’, ο οποίος τον τίμησε με τον τίτλο του βασιλικού πρωτογούναρη. Ο Κ. διέθεσε… … Dictionary of Greek
Λιβαδάς, Ευάγγελος — Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, από την Κεφαλονιά. Ήταν μεγαλέμπορος και στις αρχές του 19ου αι. εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου γρήγορα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Διέθεσε μεγάλα ποσά για την οργάνωσή της και συγκρότησε ένα τηλεβολοστάσιο, το… … Dictionary of Greek